- εκβυθίζω
- μετ. поднимать со дна;
εκβυθίζομαι — уменьшать свою осадку (о судах)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκβυθίζομαι — уменьшать свою осадку (о судах)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκβυθίζω — (AM ἐκβυθίζομαι) νεοελλ. 1. ανελκύω, ανασύρω από τον βυθό 2. ( ομαι) (για πλοίο) ελαττώνεται το βύθισμα αρχ. μσν. βγαίνω από τον βυθό … Dictionary of Greek